- Γοργονώδης
- ΓοργονώδηςGorgon-likemasc/fem acc pl (attic epic doric)ΓοργονώδηςGorgon-likemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ΓοργονώδηςGorgon-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοργονώδης — ες (Μ γοργονώδης, ες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γοργονώδη, τα τα Γοργονοειδή μσν. όμοιος με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα … Dictionary of Greek
Γοργονῶδες — Γοργονώδης Gorgon like masc/fem voc sg Γοργονώδης Gorgon like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)